γραώδης
Смотреть что такое "γραώδης" в других словарях:
γραώδης — γρᾱώδης , γραώδης masc/fem acc pl (attic epic doric) γρᾱώδης , γραώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) γρᾱώδης , γραώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραώδης — ες (AM γραώδης, ες) [γραύς] αυτός που μοιάζει με γριά ή αρμόζει σε αυτήν … Dictionary of Greek
γραωδέστερον — γρᾱωδέστερον , γραώδης adverbial comp γρᾱωδέστερον , γραώδης masc acc comp sg γρᾱωδέστερον , γραώδης neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραώδει — γρᾱώδει , γραώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) γρᾱώδει , γραώδης masc/fem/neut dat sg γρᾱώδεϊ , γραώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραώδη — γρᾱώδη , γραώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γρᾱώδη , γραώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γρᾱώδη , γραώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραῶδες — γρᾱῶδες , γραώδης masc/fem voc sg γρᾱῶδες , γραώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραώδεις — γρᾱώδεις , γραώδης masc/fem acc pl γρᾱώδεις , γραώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek
ՊԱՌԱՒԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0601 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c ա. γραώδης anilis. Որ ինչ անկ է պառաւանց. *Մի՛ ինչ այնպիսի կրօնս պառաւականս, եւ առասպելս հրէականս ʼի մէջ բերիցեմք. Ոսկ. մ. ՟Բ. 11: *Պառաւական եւ պիղծ առասպելս յառաջ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
γραωδέστερα — γρᾱωδέστερα , γραώδης neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)